Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπέμπω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καταπέμπω.
  • Βυθίζω σε απελπισία·
    • (μεταφ.) στέλνω στον Άδη:
      • πιττάκιν τό εκατάπεμψεν απέσω την ψυχήν μου, εις θάνατον με απέσωσεν (Λίβ. N 1777).

[αρχ. καταπέμπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες