Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταξεραίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταξεραίνω [katakseréno] -ομαι Ρ7.1 : κάνω κτ. κατάξερο: Ο καυτός ήλιος τα καταξέρανε τα φυτά.

[αρχ. καταξηραίνω ( [ir > er] κατά το ξηρός > ξερός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go