Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταντίπ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταντίπ [katadíp] επίρρ. τροπ. : (οικ.) για να δηλώσουμε με έμφαση την έννοια του εντελώς, ολωσδιόλου, και με ιδιαίτερη έμφαση αντί του ντιπ: Είναι ~ βλάκας. Είναι ντιπ ~ ψεύτης, για ακόμη μεγαλύτερη έμφαση.

[κατα- ντιπ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go