Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατανεμημένος -η -ο [katanemiménos] Ε3 μππ. του κατανέμω : που έχει κατανεμηθεί. 1. που έχει διαμοιραστεί με ακρίβεια, με μεθοδικό τρόπο: Tο ποσό του δανείου ήταν κατανεμημένο σε δέκα μηνιαίες δόσεις. 2. που είναι χωρισμένος σε ομάδες ή σε μέρη και εγκατεστημένος ή τοποθετημένος σε καθορισμένο χώρο: Ο αστικός πληθυσμός δεν είναι σωστά ~ στον ελλαδικό χώρο. Άνδρες και άρματα κατανεμημένα σε επίκαιρες θέσεις.
κατανεμημένα ΕΠIΡΡ: Έτσι ~ η περιουσία δεν ευνοεί κανέναν. [λόγ. μππ. του κατανέμω]



