Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταμεσήμερα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταμεσήμερα [katamesímera] επίρρ. χρον. : (οικ.) τις μεσημεριανές ώρες, ιδίως του καλοκαιριού· καταμεσήμεροβ.

[καταμεσήμερ(ο) επίρρ. ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go