Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταληψία η [katalipsía] Ο25 : (ιατρ.) κατάσταση ακαμψίας, κατά την οποία το σώμα ή ένα μέλος του διατηρεί τη στάση που είχε τη στιγμή της ακινητοποίησής του· αποτελεί σύμπτωμα της ύπνωσης ή σοβαρής ψυχικής διαταραχής.
[λόγ. < γαλλ. catalepsie < νλατ. catalepsis < αρχ. κατάληψις (σε ιατρ. σημ.) (-ie = -ία)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταληψίας ο [katalipsías] Ο3 : άτομο που κάνει κατάληψη1β σε ένα δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο.
[λόγ. κατάληψ(η) -ίας]



