Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταληπτικός -ή -ό [kataliptikós] Ε1 : (ιατρ.) που έχει σχέση με την καταληψία: Kαταληπτικά φαινόμενα. || (ως ουσ.) ο καταληπτικός, θηλ. καταληπτική, αυτός που πάσχει από καταληψία.
[λόγ. < ελνστ. καταληπτικός]



