Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταιονισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταιονισμός ο [kateonizmós] Ο17 : (λόγ.) κατάβρεγμα με συσκευή που εκτοξεύει το νερό από ψηλά, σαν βροχή. || (ειδικότ.) ντους1.

[λόγ. < αρχ. ρ. καταιον(η)- (δες στο καταιονητήρας) -ισμός (σφαλερή παραγωγή)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go