Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταιγισμός ο [katejizmós] Ο17 : χαρακτηρισμός ενέργειας που έχει τη σφοδρότητα, την ορμητικότητα της καταιγίδας. 1. (στρατ.) αιφνιδιαστικές και πυκνές βολές εναντίον ορισμένου στόχου μικρού πλάτους: ~ πυρός. || (επέκτ.) για πράγματα που εκσφενδονίζονται το ένα μετά το άλλο: Δέχτηκε καταιγισμό από πέτρες, ξύλα και ό,τι άλλο έβρισκε μπροστά του το αγανακτισμένο πλήθος. 2. (μτφ.) α. για κτ. που παρουσιάζεται με ιδιαίτερη ένταση και συχνότητα: Aκούστηκε ένας ~ ύβρεων. β. για κτ. που απευθύνεται επανειλημμένα σε κπ., μέσο του προφορικού ή του γραπτού λόγου ή και της εικόνας· βομβαρδισμός: Ο ομιλητής δέχτηκε καταιγισμό ερωτήσεων / από ερωτήσεις. Ο σύγχρονος άνθρωπος υφίσταται καθημερινά έναν καταιγισμό από διαφημίσεις.
[λόγ. < ελνστ. καταιγισμός `καταιγίδα΄ & σημδ. γαλλ. rafale]



