Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταθλιμμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καταθλιμμένος, μτχ. επίθ.· κατεθλιμμένος.
  • Θλιμμένος υπερβολικά:
    • (Ιμπ. 861).

[μτχ. παρκ. του μτγν. καταθλίβω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες