Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταδρομέας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταδρομέας ο [kataδroméas] Ο21 : (στρατ.) αξιωματικός ή οπλίτης, ειδικά επιλεγμένος και εκπαιδευμένος, που ανήκει σε μονάδα καταδρομών· λοκατζής2.

[λόγ. καταδρομ(ή) -εύς > -έας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go