Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδολίευση η [kataδolíefsi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταδολιεύομαι, χρήση δόλου για εξαπάτηση: (νομ.) ~ νόμου, καταστρατήγηση ή παραβίαση νόμου όχι από άγνοια αλλά εσκεμμένα και με χρήση δόλου.
[λόγ. καταδολιεύ(ομαι) -σις > -ση]



