Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταγώγιον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
καταγώγιον το.
  • Καταφύγιο, κατάλυμα·
    • (μεταφ.):
      • (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 3223).

[αρχ. ουσ. καταγώγιον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go