Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταγοητεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταγοητεύω [kataγoitévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : γοητεύω κπ. πάρα πολύ, τον μαγεύω: H πόλη σας με καταγοήτευσε. Tο κοινό παρακολουθούσε καταγοητευμένο την παράσταση. Είναι καταγοητευμένος μ΄ εσένα.

[λόγ. < αρχ. καταγοητεύω `ασκώ μαγική επίδραση, εξαπατώ΄ σημδ. γαλλ. enchanter, fasciner]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go