Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατήφεια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατήφεια η [katífia] Ο27 : η έκφραση του προσώπου που δείχνει δυσάρεστη ψυχική κατάσταση, η έκφραση που έχει ο κατηφής άνθρωπος· σκυθρωπότητα: Tις παραμονές του πολέμου ήταν γενική η ~ και ο εκνευρισμός.

[λόγ. < αρχ. κατήφεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go