Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατέχων -ουσα -ον [katéxon] Ε12 : (λόγ.) που κατέχει, συνήθ. ως ουσ.: Οι έχοντες και κατέχοντες, οι πλούσιοι, αυτοί που έχουν χρήματα και ακίνητα: Οι έχοντες και κατέχοντες θα έπρεπε να φορολογηθούν περισσότερο από τις άλλες, τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις. (εκκλ. έκφρ.) μακάριοι οι κατέχοντες, ειρωνικά για όσους έχουν οικονομική ή πολιτική δύναμη.
[λόγ. < αρχ. κατέχων μεε. του κατέχω]



