Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατάτμηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάτμηση η [katátmisi] Ο33 : η ενέργεια του κατατέμνω, η διαίρεση, συνήθ. μιας έκτασης ή ενός χώρου, σε πολλά μικρά κομμάτια: H σύγχρονη αρχιτεκτονική αποφεύγει την ~ του χώρου σε πολλά και μικρά δωμάτια. || (βιολ.): H ~ του κυττάρου.

[λόγ. κατα(τέμνω) -τμη(σις) -ση κατά το αρχ. σχ.: τέμνω `κόβω΄ - τμῆσις `κόψιμο΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go