Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατάρτιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάρτιση η [katártisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταρτίζω. I. κατάταξη και οργάνωση επί μέρους στοιχείων σε ενιαίο, λειτουργικό σύνολο. 1. σύνταξη: H ~ των πινάκων των υποψηφίων. Ολοκληρώθηκε η ~ των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. 2. συγκρότηση: ~ ομάδων εργασίας. II. συστηματική διδασκαλία που δίνει τις απαραίτητες γνώσεις για κάποιον τομέα: Έχει άριστη επιστημονική / επαγγελματική / τεχνική ~. Δεν έχει ~, είναι τελείως ακατάρτιστος αυτός ο δικηγόρος.

[λόγ.: Ι: ελνστ. κατάρτι(σις) `συμπλήρωση΄ -ση· ΙΙ: κατά τη σημ. του καταρτίζωII]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go