Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατάρρους
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάρρους ο [katárus] Ο16 : (ιατρ.) κυρίως στον όρο ρινικός ~, συνάχι.

[λόγ. < αρχ. κατάρρους]

[Λεξικό Κριαρά]
κατάρρους, επίθ.
  • Που ρέει ορμητικά προς τα κάτω, ορμητικός:
    • μη βουλομένους διαπεράν τον ποταμόν κατάρρουν τούτον όντα (Βίος Αλ. 3074).

[μτγν. επίθ. κατάρρους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go