Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατάντικρυ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάντικρυ [katándikri] επίρρ. τοπ. : (λογοτ., λαϊκότρ.) ακριβώς απέναντι.

[ελνστ. κατάντικρυς κατά το αντίκρυ (αρχ. καταντικρύ)]

[Λεξικό Κριαρά]
καταντικρύ, επίρρ.
  • Ακριβώς απέναντι:
    • (Λίβ. Sc. 1909).

[αρχ. επίρρ. καταντικρύ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go