Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατάλογον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κατάλογον το.
  • Στιχούργημα (πβ. όμως και Bakker-v. Gemert, Φαλιέρ., Λόγ., σ. 114):
    • έναι χρειαζόμενον τινάς πάντα του να ’πομένει και το κατάλογον αυτόν υπομονήν σημαίνει (Φαλιέρ., Λόγ. 316).

[<ουσ. καταλόγιν ή κατάλογος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go