Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάλευκος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κατάλευκος, επίθ.
  • Κάτασπρος:
    • κατάλευκο φουστάνι (Ζήνου, Βατραχ. 307).

[<πρόθ. κατά + επίθ. λευκός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάλευκος -η -ο [katálefkos] Ε5 : που είναι εντελώς λευκός, που έχει καθαρό ή φωτεινό άσπρο χρώμα ή που είναι μόνο άσπρος χωρίς να συνδυάζεται με άλλα χρώματα· ολόλευκος, κάτασπρος: Kαλοπλυμένα, κατάλευκα σεντόνια. Ο ένας τοίχος είναι ~ και ο άλλος έχει μια απόχρωση ώχρας. Προτιμάς την μπλούζα κατάλευκη ή λευκή με μπλε λουλουδάκια;

[λόγ. < μσν. κατάλευκος < κατα- λευκ(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες