Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καστρινός ο [kastrinós] Ο17 : αυτός που κατοικούσε μέσα σε κάστρο.
[μσν. καστρινός < κάστρ(ον) -ινός]
[Λεξικό Κριαρά]
- καστρινός, επίθ.
-
- Που βρίσκεται, που κατοικεί μέσα σε κάστρο (βλ. ‑ν 2):
- (Διήγ. Αλ. V 46).
- Ως εθν. = κάτοικος του Κάστρου, του σημερινού Ηρακλείου:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4656).
[<ουσ. κάστρον + κατάλ. ‑ινός. Η λ. τον 11. αι. (Soph., ‑ηνός) και σήμ.]
- Που βρίσκεται, που κατοικεί μέσα σε κάστρο (βλ. ‑ν 2):



