Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καστανόχωμα το [kastanóxoma] Ο49 (χωρίς πληθ.) : χώμα που σχηματίζεται από φύλλα καστανιάς που πέφτουν στη γη και σαπίζουν και που είναι κατάλληλο για την ανθοκομία: ~ για τα λουλούδια.
[κασταν(ιά) -ο- + χώμα]



