Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καστανόξανθος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καστανόξανθος -η -ο [kastanóksanθos] Ε5 : 1. για μαλλιά που έχουν χρώμα ανοιχτό καστανό, προς το ξανθό. 2. που έχει μαλλιά καστανόξανθα: Ένα καστανόξανθο κορίτσι. Είναι ~. 3. (ως ουσ.) α. ο καστανόξανθος, θηλ. καστανόξανθη: Tου αρέσουν οι καστανόξανθες. β. το καστανόξανθο, το καστανόξανθο χρώμα.

[κασταν(ός) -ο- + ξανθ(ός) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go