Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κασσίτερος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κασσίτερος ο [kasíteros] Ο20α : μέταλλο αργυρόλευκο, μαλακό, στιλπνό και ελατό: Ο μπρούντζος είναι κράμα κασσιτέρου και χαλκού.

[λόγ. < αρχ. κασσίτερος]

[Λεξικό Κριαρά]
κασσίτερος ο· κασσίδερος.
  • Eίδος μετάλλου:
    • (Παϊσ., Iστ. Σινά 1311).

[αρχ. ουσ. κασσίτερος. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go