Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρόδρομος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρόδρομος ο [karóδromos] Ο20 : χωματόδρομος αρκετά ανώμαλος, κατάλληλος μόνο για κάρα. || (ειρ.) για δρόμο σε πολύ κακή κατάσταση.

[κάρ(ο) -ο- + δρόμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go