Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καρφωτός, επίθ.
-
- Καρφωμένος, συνδεμένος, συναρμολογημένος με καρφιά:
- (Αχέλ. 614).
[<καρφώνω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Καρφωμένος, συνδεμένος, συναρμολογημένος με καρφιά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρφωτός -ή -ό [karfotós] Ε1 : I1. που είναι κατασκευασμένος με κάρφω μα των στοιχείων που το αποτελούν: Παπούτσια καρφωτά. ANT ραφτά ή κολλητά. Tραπέζι καρφωτό. ANT περαστό. 2. που πέφτει κατακόρυφα και ορμητικά, συνήθ. επάνω σε κπ. στόχο: Kαρφωτή μπαλιά / κεφαλιά. II. που γίνεται με κάρφωμα, που είναι αποτέλεσμα κατάδοσης: H πληροφορία ότι θα περάσει τα σύνορα ποσότητα ηρωίνης ήταν καρφωτή. || Πήγε ~, τον συνέλαβαν με καρφωτή πληροφορία.
καρφωτά ΕΠIΡΡ 1. με κάρφωμα. 2. κατακόρυφα: Έριξε την μπάλα ~. [καρφώ(νω) -τός]



