Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρτερία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρτερία η [kartería] Ο25 : υπομονή με την οποία αντιμετωπίζει κάποιος μια δυσάρεστη κατάσταση: Yπέμεινε με ~ μια μακροχρόνια και επώδυνη αρρώστια. Ο κόσμος περιμένει με ~ στις ατελείωτες ουρές.

[λόγ. < αρχ. καρτερία]

[Λεξικό Κριαρά]
καρτερία η.
  • Υπομονή:
    • (Ιστ. Βλαχ. 2615).

[αρχ. ουσ. καρτερία. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go