Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρπολογώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρπολογώ [karpoloγó] Ρ10.1α : (λαϊκότρ., λογοτ.) μαζεύω καρπούς.

[ελνστ. καρπολογῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες