Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρμιριά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρμιριά η [karmirjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η ιδιότητα του καρμίρη.

[καρμί ρ(ης) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go