Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρκινοβασία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρκινοβασία η [karkinovasía] Ο25 : η ενέργεια του καρκινοβατώ, οπισθοδρόμηση ή βραδυπορία στην εκτέλεση ενός έργου.

[λόγ. < αρχ. καρκινοβά(της) `που περπατάει σαν τον κάβουρα΄ -σία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go