Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρκίνωμα το [karkínoma] Ο49 : 1. (ιατρ.) κακοήθης όγκος του επιθηλιακού ιστού ή των αδένων. 2. (μτφ.) χαρακτηριστικό ανώμαλης κατάστασης που δημιουργεί μεγάλα και δυσεπίλυτα προβλήματα· καρκίνος
12: H παράνομη δόμηση είναι ένα ~ που απλώνεται επικίνδυνα σε όλες τις ακτές μας. Ο πληθωρισμός είναι το ~ της οικονομίας μας. [λόγ.: 1: αρχ. καρκίνωμα· 2: σημδ. αγγλ. cancerous]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρκινωματώδης -ης -ες [karkinomatóδis] Ε11 : που έχει τη φύση του καρκινώματος: ~ όγκος.
[λόγ. καρκινωματ- (καρκίνωμα) -ώδης απόδ. γαλλ. carcinomateux]