Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρεκλοκένταυρος ο [kareklokéndavros] Ο20 : (ειρ., μειωτ.) χαρακτηρισμός ανώτερου στελέχους που κατέχει κάποια θέση από όπου δύσκολα απομακρύνεται.
[λόγ. καρέκλ(α) -ο- + κένταυρος]



