Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρεκλοκένταυρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρεκλοκένταυρος ο [kareklokéndavros] Ο20 : (ειρ., μειωτ.) χαρακτηρισμός ανώτερου στελέχους που κατέχει κάποια θέση από όπου δύσκολα απομακρύνεται.

[λόγ. καρέκλ(α) -ο- + κένταυρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go