Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρδιογνώστης ο [karδioγnóstis] Ο10 θηλ. καρδιογνώστρια [karδioγnó stria] Ο27 : ποιητικός χαρακτηρισμός αυτού που έχει την ικανότητα να μαντεύει τις πιο μύχιες σκέψεις των ανθρώπων. || (ως επίθ.): Ο ~ Θεός.
[λόγ. < ελνστ. καρδιογνώστης· λόγ. καρδιογνώσ(της) -τρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- καρδιογνώστης ο.
-
- Αυτός που γνωρίζει τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1230).
[μτγν. ουσ. καρδιογνώστης. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που γνωρίζει τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής:



