Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραμπινάτος -η -ο [karabinátos] Ε3 : (οικ.) για κτ. που παρουσιάζεται σε οξεία ή σοβαρή μορφή: Έπαθε μια γρίπη καραμπινάτη. Πρόκειται για καραμπινάτη υπόθεση λαθρεμπορίου / περίπτωση φοροδιαφυγής.
[καραμπίν(α) -άτος]



