Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καραμπινάτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραμπινάτος -η -ο [karabinátos] Ε3 : (οικ.) για κτ. που παρουσιάζεται σε οξεία ή σοβαρή μορφή: Έπαθε μια γρίπη καραμπινάτη. Πρόκειται για καραμπινάτη υπόθεση λαθρεμπορίου / περίπτωση φοροδιαφυγής.

[καραμπίν(α) -άτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go