Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραγκιοζοπαίχτης ο [karagozopéxtis] Ο10 : αυτός που συνθέτει και παρουσιάζει στο θέατρο σκιών έργα με ήρωα τον Kαραγκιόζη: Ο Σπαθάρης είναι από τους γνωστότερους καραγκιοζοπαίχτες.
[καραγκιόζ(ης) -ο- + παίχτης]



