Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καραβόσκυλος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραβόσκυλος ο [karavóskilos] Ο20 & καραβόσκυλο το [karavóskilo] Ο41 : (οικ.) 1. μεγαλόσωμο και άγριο σκυλί που ζει σε καράβια. 2. (μτφ., παρωχ.) ως χαρακτηρισμός: α. παλιού και έμπειρου ναυτικού· θαλασσόλυκος. β. (υβρ.) ανθρώπου ακοινώνητου· αγριάνθρωπος.

[καράβ(ι) -ο- + σκύλος, σκυλ(ί) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go