Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καραβοφάναρο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραβοφάναρο το [karavofánaro] Ο41 : (ναυτ.) πλοίο που χρησιμεύει ως πλωτή φωτεινή σημαδούρα.

[καράβ(ι) -ο- + φανάρ(ι) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go