Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καραβομαραγκός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραβομαραγκός ο [karavomaraŋgós] Ο17 : (οικ.) ξυλουργός που δουλεύει σε ναυπηγείο.

[καράβ(ι) -ο- + μαραγκός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go