Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καραβέλλα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
καραβέλλα η.
  • (Ναυτ.) είδος ιστιοφόρου μεγάλου εκτοπίσματος με τρεις ή τέσσερις ιστούς:
    • (Βουστρ. 12214‑5).

[<ιταλ. caravella. Η λ. και σήμ. (έλα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go