Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρίν
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
καρίν το.
  • 1) Φορτηγό αμάξι, κάρο:
    • εκουβαλούσαν τες πέτρες με αμαξία και καρία και άλογα (Μαχ. 59028).
  • 2) (Πιθ.) κάρο όπου γινόταν διαπόμπευση και βασανισμός κρατουμένου (πβ. DEI, carro5· διαφορετικά Σάθ., ΜΒ Β´ 611):
    • εβάλεν τους ο βισκούντης εις το καρίν … κι εποίκαν τους πολλά μαρτύρια (Βουστρ. 3211).

[<βεν. carin (πβ. ιταλ. carrino) ή προβ. carri (Avril)· πβ. και παλαιότ. ουσ. καρρίον <κάρρον (βλ. L‑S)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρίνα η [karína] & καρένα η [karéna] Ο25 : το κατώτερο τμήμα του σκελετού του πλοίου, που εκτείνεται από την πλώρη έως την πρύμνη και που σχηματίζεται από ένα ή από περισσότερα ξύλινα ή σιδερένια δοκάρια· τρόπιδα.

[ελνστ. καρῖνα ίσως αντδ. < λατ. carina `καρυδότσουφλο, καρίνα΄ < αρχ. κάρυον· ιταλ. carena (< λατ. carina)]

[Λεξικό Κριαρά]
καρίνα η.
  • (Ναυτ.) τρόπιδα του πλοίου:
    • (Καραβ. 4922).

[μτγν. ουσ. καρίνα (Soph.). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάρινος -η -ο [kárinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς· καρυδένιος1: Ένα κάρινο τραπέζι / κρεβάτι.

[μσν. κάρυνος < ελνστ. καρύϊνος (< αρχ. καρύα `καρυδιά΄ δες στο καρύδι) (ορθογρ. κατά το επίθημα -ινος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες