Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπνοπωλείο το [kapnopolío] Ο39 : κατάστημα όπου πουλούν τσιγάρα και άλλα προϊόντα καπνού ή και είδη για καπνιστές, π.χ. πίπες, αναπτήρες κτλ.
[λόγ. καπνο- 2 + -πωλείον]



