Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπνιστήριο το [kapnistírio] Ο40 : ειδικός χώρος για καπνιστές, σε θέατρα, κινηματογράφους και γενικά σε κλειστούς χώρους όπου συχνάζουν πολλοί άνθρωποι.
[λόγ. καπνισ- (καπνίζω) 2 -τήριον μτφρδ. γαλλ. fumoir, salon à fumer (διαφ. το ελνστ. καπνιστήριον `ατμόλουτρο΄, μσν. σημ.: `θυμιατήρι΄)]



