Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καπηλευτής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπηλευτής ο [kapileftís] Ο7 : αυτός που καπηλεύεται κτ. ή κπ.· κάπηλος.

[λόγ. καπηλεύ(ομαι) -τής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go