Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καντζιλιέρης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
καντζιλιέρης ο· καντζιλέρης· κατζιλ(ι)έρης.
– Βλ. και τζανσελλιέρης.
  • Ανώτατος αξιωματούχος:
    • καντζιλιέρην μέγαν του συγκρίτου (Μαχ. 29626).

[<ιταλ. cancelliere. Λ. λέριος το 12. αι. Η λ. στο Du Cange (λ. λέριος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go