Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κανταράκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανταράκι το [kandaráki] Ο44 : μικρός ζυγός που αποτελείται από ένα ελατήριο, που κινείται μέσα σε μια αριθμημένη στήλη και που καταλήγει σε ένα άγκιστρο, από όπου κρεμούν αυτό που θέλουν να ζυγίσουν.

[καντάρ(ι) -άκι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go