Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καντίνι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καντίνι το [kandíni] Ο44 : στη λαϊκή μουσική ορολογία, η λεπτότερη χορ δή ενός οργάνου: Tο ~ της λύρας. ΦΡ στο ~, για κτ. τέλειο, άψογο· ΣYN ΦΡ στην τρίχα: Είναι ντυμένος στο ~, πολύ κομψά.

[βεν. cantin ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go