Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κανονάρχημα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανονάρχημα το [kanonárxima] Ο49 : η μελωδική απαγγελία ενός τροπαρίου κατά στίχους, που γίνεται πριν από τη μουσική εκτέλεση.

[κανοναρχη- (κανοναρχώ) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go