Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κανοκιάλι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανοκιάλι το [kanokáli] Ο44 : (ναυτ.) ναυτική διόπτρα: Παρατηρούσε γύρω του με το ~.

[ιταλ. cannocchia l(e)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go